αναθυμάμαι

αναθυμάμαι
αναθυμούμαι, φέρνω στη μνήμη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + θυμάμαι.
ΠΑΡ. αναθύμημα. αναθύμηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναθυμάμαι — (σπάν. αναθυμούμαι) βλ. πίν. 79 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθυμάμαι — βλ. αναθυμούμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθύμημα — το [αναθυμάμαι] 1. αναπόληση τού παρελθόντος, ανάμνηση, θύμηση 2. αντικείμενο χρήσιμο για ανάμνηση, ενθύμιο, αναμνηστικό …   Dictionary of Greek

  • αναθύμηση — η [αναθυμάμαι] αναπόληση, ανάμνηση, θύμηση …   Dictionary of Greek

  • αναθυμούμαι — και αναθυμάμαι ( άσαι, άται), και αναθυμιέμαι ( ιέσαι, ιέται), θυμήθηκα, μτβ. 1. θυμούμαι κάποιον ή κάτι: Χθες σας αναθυμηθήκαμε. 2. θυμούμαι κάτι με πόθο: Αναθυμήθηκα μπακαλιάρο με σκορδαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”